-
1 переговоры
мн. οι συνομιλί/ες, οι διαπραγματεύσειςвозобновление - ов επανέναρξη/ανανέωση των - ώνзавершение - ов ολοκλήρωση/λήξη των - ώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переговоры
-
2 доложить
доложить 1-ложу, -ложишьρ.σ.μ. κ. αμ.1. αναφέρω, εκθέτω•доложить результаты αναφέρω τα αποτελέσματα (των παρατηρήσεων)•
доложить обстановку εκθέτω την κατάσταση•
2. ανακοινώνω, ειδοποιώ, αγγέλλω, αναγγέλλω.εκφρ.я тебе -жу – να σου πω (κάτι εκπληκτικό).βλ. доложить (2 σημ.).доложить 2-ложу, -ложишь ρ.σ.μ.1. βάζω, θέτω συμπληρωματικά, συμπληρώνω, επιπροσθέτω• απογεμίζω• συμπληρώνω ως.2. τελειώνω το βάλσιμο, την τοποθέτηση•доложить печь τελειώνω το χτίσιμο του φούρνου.
-
3 положительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. θετικός•положительный ответ θετική απάντηση•
-ые результаты θετικά αποτελέσματα.
2. οριστικός, τελειωτικός•положительный отказ οριστική άρνηση.
|| πλήρης, ακέραιος•-ое невежество πλήρης αμάθεια, αμορφωσιά•
положительный дурак πέρα για πέρα βλάκας.
3. (μαθ.) θετικός•-ое число θετικός αριθμός.
|| (ως αντών. του επ. αρνητικός)•положительный заряд θετικός ηλεκτρισμός•
положительный полюс (φυσ.) ο θετικός πόλος•
-ая температура θερμοκρασία άνω του μηδενός.
εκφρ.- ая степень сравнения – θετικός βαθμός (των επιθέτων)•- ая философия – ο θετικισμός.